- προγίγνομαι
- και ιων. και μτγν. τ. προγίνομαι Α1. έρχομαι, πηγαίνω προς τα εμπρός, εμφανίζομαι2. γεννιέμαι ή υπάρχω προηγουμένως, προϋπάρχω (α. «οἱ προγεγονότες θεοί», Ηρόδ.β. «οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι» — οι προγενέστεροι, Ξεν.)3. γεννιέμαι4. (για συμβάντα) γίνομαι ή συμβαίνω στο παρελθόν («οἱ προγεγενημένοι πόλεμοι», Θουκ.)5. (η μτχ. μέσ. αορ. β' και η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ προγενόμενοι και οἱ προγεγενημένοιοι άνθρωποι που προϋπήρξαν.
Dictionary of Greek. 2013.